- ἀνόμημα
- ἀνόμημαtransgression of the lawneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανόμημα — το (AM ἀνόμημα) [ανομώ] υπέρβαση του νόμου, ανομία … Dictionary of Greek
ανόμημα — το, ατος αμαρτία: Τα ανομήματά του βάραιναν τώρα τα παιδιά και τα εγγόνια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τἀνόμημα — ἀνόμημα , ἀνόμημα transgression of the law neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομημάτων — ἀνόμημα transgression of the law neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομήμασι — ἀνόμημα transgression of the law neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομήμασιν — ἀνόμημα transgression of the law neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομήματα — ἀνόμημα transgression of the law neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομήματι — ἀνόμημα transgression of the law neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομήματος — ἀνόμημα transgression of the law neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… … Dictionary of Greek